επικάλυμμα

επικάλυμμα
το, -ατος
εξωτερικό κάλυμμα, κάλυμμα της επιφάνειας, σκέπασμα, επένδυση: Μετάλλινο επικάλυμμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπικάλυμμα — cover neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικάλυμμα — το (Α ἐπικάλυμμα) [επικαλύπτω] νεοελλ. εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα τής επιφάνειας, επένδυση αρχ. 1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.) 2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα …   Dictionary of Greek

  • ἐπικάλυμμ' — ἐπικάλυμμα , ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλυμμάτων — ἐπικάλυμμα cover neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλύμμασι — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλύμμασιν — ἐπικάλυμμα cover neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλύμματα — ἐπικάλυμμα cover neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλύμματι — ἐπικάλυμμα cover neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλύμματος — ἐπικάλυμμα cover neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”